ζούδι

ζούδι
και ζούδιο, το
1. μικρό ζώο, ζωύφιο, έντομο, μαμούνι
2. (μτφ. για ανθρώπους ευτελείς ή μικρόσωμους ή μικρής ηλικίας) ασήμαντος
3. στοιχειό, δαιμόνιο, φάντασμα
4. σκιάχτρο, φόβητρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζούδι(ον), αντί ζῴδιον* (< ζω-ίδιον), είναι υποκοριστικό τού ζώο με κατάλ. -ούδι(ον)*, πρβλ. βούδι(ον), αρκούδι, πλεξούδι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζούδι — το ιού 1. μικρό ζώο, ζωύφιο. 2. ασήμαντος άνθρωπος. 3. άνθρωπος μικρός στην ηλικία ή μικρόσωμος. 4. πληθ., ζούδια δαιμόνια που κατά τη λαϊκή αντίληψη προκαλούν επιδημίες και θανάτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ούδι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. ούδι(ο)ν (πρβλ. λαγ ούδιν) από ουσ. με θέμα σε ου + υποκορ. κατάλ. (ι)διον: βοῡς > βούδιον, ὀστοῡν > οστούδιον, χνοῡς > χνούδιον, φλοῡς > φλούδιον.Παραδείγματα …   Dictionary of Greek

  • άζουδος — η, ο 1. δυστυχισμένος, άμοιρος, κακορίζικος 2. ο χωρίς ενεργητικότητα, νωθρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ζούδι < ζώδιον δηλ. άζουδος, «ο έχων κακό ζώδιο», ατυχής, άμοιρος. ΠΑΡ. αζουδεύομαι, αζουδιά] …   Dictionary of Greek

  • ζούδιαρης — ο, πληθ. ζουδιαραίοι [ζούδι] (λαογρ.) μάγος ειδικός στο να διώχνει τα ζούδια, τα κακά πνεύματα, τα στοιχειά …   Dictionary of Greek

  • ζούδιο — το βλ. ζούδι …   Dictionary of Greek

  • ζούζουλο — το 1. μικρό ζώο, ζωύφιο, ζούδι 2. δαιμόνιο, στοιχειό, φάντασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. zuzel «κάνθαρος» ή < μσν. ζωΰλλιον «ζωύφιο». Υπάρχει και η άποψη ότι πρόκειται περί μεταπλασμένης μορφής τού τ. ζουζούνι (ζουζούνι > ζού ζουνο >… …   Dictionary of Greek

  • ζωάριο — το (Α ζωάριον) (υποκορ. τού ζώο) μικρό ζώο, ζούδι νεοελλ. μτφ. ασήμαντος άνθρωπος, ζωντόβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κατάλ. υποκορ. άριο (πρβλ. βιβλι άριο, ω άριο)] …   Dictionary of Greek

  • ζωύφιο — το (Α ζῳΰφιον) (υποκορ. τού ζώο) μικρό ζώο νεοελλ. 1. έντομο, ζούδι 2. παράσιτο που ζει στο σώμα τού ανθρώπου, όπως η ψείρα, ο ψύλλος κ.λπ. αρχ. ζωόφυτο*, ζώο μαζί και φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + υποκορ. κατάλ. ύφιο(ν) (πρβλ. δενδρ ύφιον,… …   Dictionary of Greek

  • ζώδιο — το (AM ζῴδιον και ζωΐδιον, Μ και ζῳδείον) κάθε ένα από τα δώδεκα ίσα τμήματα τού ζωδιακού κύκλου, τα οποία φέρουν ως επί το πλείστον ονόματα ζώων νεοελλ. 1. μικρό ζώο, ζωάριο 2. η μοίρα, το μοιραίο, το γραφτό κάποιου («γεννήθηκε σε κακό ζώδιο»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”